ψέκασμα

ψέκασμα
το, ΝΜ [ψεκάζω]
νεοελλ.
ψεκασμός, ράντισμα
μσν.
ψιχάλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψέκασμα — το, ατος βλ. ψεκασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • περίκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [περικαίω] 1. το να καίεται κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές («τὸ ἀπὸ γῆς κατά περίκαυσιν καὶ ἐκπύρωσιν ἀναθυμιώμενον», Πλούτ.) 2. πιθ. ράντισμα, ψέκασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”